- ἀνοίξετε
- ἀνοίγνυμιopenaor subj act 2nd pl (epic)ἀνοίγνυμιopenfut ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρηνοφόρος — α, ο (Μ εἰρηνοφόρος, ον) αυτός που φέρνει την ειρήνη, τη συμφιλίωση («ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες», Δ. Σολωμός) … Dictionary of Greek